μεικτογενής

μεικτογενής
-ές
βλ. μικτογενής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μικτογενής — και μεικτογενής, ές αυτός που σχηματίστηκε από ανάμιξη, από διασταύρωση ατόμων διαφόρων γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικτός + γενής(< γένος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”